- υπογραμμισμός
- οβλ. υπογράμμιση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υπογραμμισμός — ο, Ν η υπογράμμιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπογραμμίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
υπογράμμιση — η 1. το να τραβήξει κανείς γραμμή κάτω από λέξεις ή φράσεις γραμμένες ή τυπωμένες, υπογραμμισμός. 2. μτφ., έξαρση λέξης ή φράσης, ιδιαίτερη σημασία ή αξία, υπογραμμισμός: Η υπογράμμιση της ποιότητας των ελληνικών κρασιών έγινε από τον υπουργό στο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έμφαση — η 1. σαφής δήλωση μιας έννοιας. 2. έντονη έκφραση, υπογραμμισμός: Πρόφερε το «ναι» με έμφαση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)